Ένα σημαντικό βήμα μετασχηματισμού για το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα σχεδιάζεται από το Υπουργείο Εργασίας, με την υπουργό Νίκη Κεραμέως να δρομολογεί ένα ευρύτατο πολυνομοσχέδιο που αναμένεται να κατατεθεί στη Βουλή μέσα στο καλοκαίρι. Οι προτάσεις που επεξεργάζεται η κυβέρνηση επιδιώκουν να αναμορφώσουν κρίσιμες πτυχές της κοινωνικής ασφάλισης και να επιλύσουν μακροχρόνιες στρεβλώσεις, επηρεάζοντας άμεσα τη ζωή εκατοντάδων χιλιάδων ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Οι αλλαγές αγγίζουν βασικούς πυλώνες του συστήματος και έχουν σημαντικό δημοσιονομικό αντίκτυπο.
Ας δούμε αναλυτικά τις έξι βασικές παρεμβάσεις που σχεδιάζονται:
1. Μείωση ή κατάργηση της προσωπικής διαφοράς
Η «προσωπική διαφορά», ένα ποσό που διατηρήθηκε για να προστατέψει τα εισοδήματα των παλαιών συνταξιούχων μετά τις μνημονιακές περικοπές, σταδιακά παύει να λειτουργεί ως μηχανισμός σταθερότητας και έχει μετατραπεί σε εμπόδιο για τις αυξήσεις των συντάξεων. Οι νέες ρυθμίσεις προβλέπουν τη σταδιακή μείωση της προσωπικής διαφοράς, με πρώτο βήμα την περικοπή των πρώτων 300 ευρώ. Έτσι, πάνω από 100.000 συνταξιούχοι θα δουν από το 2026 αυξήσεις χωρίς «ψαλίδι», ενώ άλλοι 450.000 θα καρπωθούν μερικές αυξήσεις. Η ετήσια δαπάνη υπολογίζεται στα 200 εκατ. ευρώ, ποσό που θα καλυφθεί από την αύξηση της εισφοροδοτικής βάσης λόγω μεγαλύτερης απασχόλησης.
2. Ψηφιοποίηση του εργοσήμου για μεγαλύτερη διαφάνεια
Ο τομέας της περιστασιακής και εποχικής εργασίας, ο οποίος συχνά κινείται στη «γκρίζα ζώνη», μπαίνει στον ψηφιακό χάρτη. Η νέα διαδικασία προβλέπει ότι όλα τα εργόσημα θα εκδίδονται και θα πληρώνονται μέσω ψηφιακής πλατφόρμας, διασυνδεδεμένης με την ΑΑΔΕ, ενώ θα τεθεί ανώτατο όριο στη χρήση τους. Ο σκοπός είναι να παταχθεί η μαύρη εργασία και να διασφαλιστεί ότι η απασχόληση, όσο περιοδική κι αν είναι, θα δηλώνεται και θα φορολογείται.
3. Σύνδεση των συντάξεων με τους μισθούς αντί του πληθωρισμού
Μια ακόμη τομή που φέρνει το πολυνομοσχέδιο αφορά τον τρόπο υπολογισμού των ετήσιων αυξήσεων στις συντάξεις. Αντί να ακολουθούν πλέον τον δείκτη τιμών καταναλωτή (πληθωρισμό), οι αυξήσεις θα καθορίζονται με βάση τη μεταβολή των μισθών των εργαζομένων. Η λογική πίσω από αυτό είναι ότι οι μισθοί, σε συνθήκες ανάπτυξης, αυξάνονται ταχύτερα από τις τιμές, κάτι που θα ευνοήσει ιδιαίτερα τους νεοεισερχόμενους στο σύστημα συνταξιούχους. Έτσι, για παράδειγμα, αν το 2024 οι μισθοί αυξηθούν κατά 3,5%, το ίδιο ποσοστό θα μεταφερθεί και στην ανταποδοτική σύνταξη των ασφαλισμένων που θα συνταξιοδοτηθούν το 2025.
4. Ομογενοποίηση στις συντάξεις χηρείας
Μέχρι σήμερα υπήρχαν διαφορετικοί κανόνες για τις συντάξεις χηρείας ανάλογα με το αν κάποιος προερχόταν από τον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Αυτό αλλάζει. Η ρύθμιση που προβλέπει μείωση της σύνταξης χηρείας από το 70% στο 35% σε περιπτώσεις όπου ο δικαιούχος εργάζεται ή λαμβάνει άλλη σύνταξη, θα εφαρμοστεί πλέον σε όλους ανεξαιρέτως. Εξετάζονται, ωστόσο, δύο εκδοχές «ανακούφισης»: είτε ο επιζών σύζυγος να επιλέγει σε ποια σύνταξη θα ισχύσει η μείωση, είτε να περιορίζεται η περικοπή μόνο στο τμήμα της εθνικής σύνταξης. Το μέτρο θα επηρεάσει πάνω από 80.000 δικαιούχους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι μέχρι σήμερα είχαν εξαιρεθεί.
5. Ενιαίος κανονισμός για επιδόματα και παροχές
Ένα ακόμη σημαντικό βήμα εξορθολογισμού αποτελεί η θεσμοθέτηση ενιαίου κανονισμού για τις χρηματικές παροχές του ΕΦΚΑ. Επιδόματα ασθενείας, μητρότητας, έξοδα κηδείας και αναπηρικές παροχές θα υπόκεινται πλέον σε ενιαία κριτήρια. Η αλλαγή αυτή ουσιαστικά εναρμονίζει τις παροχές για όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως του πρώην ταμείου τους, καταργώντας τα προνόμια που ίσχυαν σε ΔΕΚΟ και τράπεζες. Αναμένεται, πάντως, να υπάρξουν αντιδράσεις από ομάδες που θίγονται.
6. Πλασματικά έτη και στην επικουρική ασφάλιση
Τέλος, προβλέπεται μια κρίσιμη διευκόλυνση για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους, οι οποίοι δυσκολεύονται να «κλείσουν» τον απαιτούμενο χρόνο για επικουρική σύνταξη. Πλέον, θα μπορούν να εξαγοράσουν πλασματικά έτη ασφάλισης για να συμπληρώσουν τα 15 έτη που απαιτεί ο νόμος 5078/2023. Το ποσό της εξαγοράς θα βασίζεται στην εισφορά 6% της επικουρικής και θα υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές του ασφαλισμένου τη στιγμή της αίτησης.